- μονόφρων
- μονόφρων, -ον (Α)αυτός που έχει δικό του φρόνημα, δικές του προσωπικές απόψεις («δίχα δ' ἄλλων μονόφρων εἰμί», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονόφρων — single in one s opinion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek